- ανεμοταραχή
- ησφοδρός άνεμος, θαλασσοταραχή από το δυνατό αέρα: Είχαμε τέτοια ανεμοταραχή που κοντέψαμε να πνιγούμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμοταραχή — η (Μ ἀνεμοταραχή καί χίδα) σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοζάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + ταραχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
ανεμοστρόβιλος — ανεμοστρόβιλος, ο και ανεμοστρόβιλο, το ξαφνικό δυνατό ρεύμα αέρα, ανεμοταραχή: Σηκώθηκε ένας ανεμοστρόβιλος που σάρωνε τα πάντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)